Προ του Νόμου στέκεται ένας θυρωρός. Σε τούτο το θυρωρό έρχεται ένας άνθρωπος από την ύπαιθρο και παρακαλάει να του επιτρέψει την είσοδο στο Νόμο.
Όμως ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να του επιτρέψει την είσοδο. Ο άνθρωπος αφού σκέφτεται ρωτάει αν αργότερα θα τον αφήσει να περάσει.
«Μπορεί «του λέει ο θυρωρός «τώρα όμως όχι «. Ο άνθρωπος από την ύπαιθρο σκέφτεται να μπει παρά την απαγόρευση όμως ακούει το θυρωρό να του λέει «αν σε τράβα τόσο δοκίμασε να μπεις παρά την απαγόρευση μου, πρόσεξε όμως, είμαι δυνατός και είμαι μονάχα ο κατώτατος θυρωρός, θα συναντήσεις πολλούς πιο δυνατούς στη συνέχεια».
«Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο άνθρωπος από την ύπαιθρο, πίστευε ότι ο Νόμος έπρεπε να είναι προσιτός σε όλους, όταν όμως ξανακοίταξε το θυρωρό έτσι άγριο και δυνατό αποφάσισε να περιμένει. Οι μέρες περνούσαν, οι μήνες, τα χρόνια, ο άνθρωπος από την ύπαιθρο είχε μάθει απέξω όλες τις κινήσεις του θυρωρού, είχαν κάνει άπειρες κουβέντες, παρακάλια μπας και του επιτρέψει την είσοδο στο Νομό. Μέχρι και τους ψύλλους της στολής του θυρωρού παρακαλούσε να τον πείσουν να επιτρέψει την είσοδο. Αφού πέρασαν πολλά χρόνια, ο άνθρωπος από την ύπαιθρο γέρασε και λίγο πριν πεθάνει, ο θυρωρός τον λυπήθηκε.
Για να προφτάσει ακόμα και την ακοή του που έσβηνε ωρύεται στο αυτί του: «Από εδώ δεν μπορούσε κανένας άλλος να μπει, επειδή τούτη η είσοδος ήταν μονάχα για σένα προορισμένη. Τώρα πάω να την κλείσω».
0 comments